- περιφρονητής
- ο тет, кто презирает (кого-что-л.), пренебрегает (кем-чем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιφρονητής — ο αυτός που περιφρονεί: Περιφρονητής του χρήματος και των τιμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφρονητής — ο, θηλ. περιφρονήτρια, ΝΜ [περιφρονώ] αυτός που περιφρονεί κάτι, που δείχνει περιφρόνηση σε κάτι … Dictionary of Greek
αϊδροδίκης — ἀιδροδίκης, ο (Α) αυτός που αγνοεί το δίκαιο, ο περιφρονητής τού νόμου, ο παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιδρος + δίκη] … Dictionary of Greek
περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση … Dictionary of Greek
Θέογνις — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ελεγειακός ποιητής (Μέγαρα 590; – Θήβα 520 π.Χ.). Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και ο ίδιος, ως περιφρονητής του δήμου, εξορίστηκε και έχασε την περιουσία του με την επικράτηση των δημοκρατικών. Από τότε έζησε… … Dictionary of Greek
καταφρονητής — ο θηλ. ήτρα και ήτρια αυτός που καταφρονεί, ο περιφρονητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)